συγχλοάζομαι

συγχλοάζομαι
Μ
1. βόσκω στην ίδια χλόη με άλλον
2. μτφ. μετέχω σε συμπόσιο μαζί με άλλον, είμαι συμποσιαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + χλοάζομαι «τρώω χλόη» (< χλόη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”